μεταζε

μεταζε
    μέταζε
    μέτα-ζε
    adv. затем, потом, после HH., Hes.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεταζε" в других словарях:

  • μέταζε — (Α) επίρρ. 1. στο μεταξύ δύο χρονικών σημείων διάστημα 2. μετέπειτα, μετά από αυτά, αργότερα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ μέταζε μετὰ ταῡτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά, κατά τα επιρρμ. σε ζε (πρβλ. θύραζε*)] …   Dictionary of Greek

  • μέταζε — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»